- λεβητοστάσιο
- τοχώρος εργοστασίου ή πλοίου στον οποίο βρίσκονται οι ατμολέβητες.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέβης, -ητος + -στάσιο (< -στάτης < θ. -στα- τού ἵστημι), πρβλ. αμαξο-στάσιο, κλιμακο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. λεβητοστάσιον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.